- τερματικός
- -ή, -ό1. αυτός που σχετίζεται με το τέρμα, το τέλος κάποιου συστήματος.2. το ουδ. ως ουσ., τερματικό υπονοεί την οθόνη και το πληκτρολόγιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.